γωνιάζω

γωνιάζω
(AM γωνιάζω) [γωνία]
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γωνιάζω — place at an angle pres subj act 1st sg γωνιάζω place at an angle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιάζω — γωνιάζω, γώνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γωνιάζω — γώνιασα, γωνιάστηκα, γωνιασμένος 1. δίνω σε κάτι σχήμα γωνίας. 2. δοκιμάζω με το γωνιόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιᾷ — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 2nd sg (epic) γωνιάζω place at an angle fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιασθεισῶν — γωνιάζω place at an angle aor part pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιᾶται — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιῶσαι — γωνιάζω place at an angle fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιᾶν — γωνία corner fem gen pl (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act masc voc sg (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act masc nom sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιῶν — γωνία corner fem gen pl γωνιάζω place at an angle fut part act masc voc sg γωνιάζω place at an angle fut part act neut nom/voc/acc sg γωνιάζω place at an angle fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγωνιάσας — ἐγγωνιά̱σᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle fut part act fem acc pl (doric) ἐγγωνιά̱σᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle fut part act fem gen sg (doric) ἐγγωνιάσᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”